πίονες

πίονες
πί̱ονες , πίων
fat
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Πίονες — Πίων fat masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • MATIENI — populi Asiae Armeniis proximi. De quibus Dion. v. 1002. Α᾿νέρες Α᾿ρμένιοι τε καὶ ἀγχέμαχοι Ματιηνοὶ Οὔρεσι κεκλιμενοι, ποταμοῦ πρόπαρ Εὐφρήταο Πιόνες ἁφνειοί τε, καὶ Α῎ρεος ἐῦ δεδαῶτες. Item populi Cappadociae, ad dextram Halys ripam …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ληίς — ληΐς, ίδος, δωρ. τ. λαΐς, ἡ (Α) (επικ. τού λεία) 1. αυτό που λαμβάνεται με αρπαγή, η λεία, το λάφυρο 2. (χωρίς την έννοια λαφυραγώγησης) αγέλες, ποίμνια («ληΐδος ἐρχομένης, στείνοντο... πίονες ἀγροὶ μυκηθμῷ», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *λᾱF ιδ (βλ.… …   Dictionary of Greek

  • πίων — ῑov και ανώμαλος τ. θηλ. πίειρα Α 1. (κυρίως στον Όμ. και ιδίως για ζώα) παχύς, ευτραφής («ἔθηκ ὄϊος καὶ πίονος αἰγός», Ομ. Ιλ.) 2. (για πρόσ. και ιδίως για άνδρες) σαρκώδης, λιπώδης («καὶ για γαστρώδεις καὶ παχύκνημοι καὶ πίονές εἰσιν ἀσελγῶς»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”